- ἀπειρίας
- ἀπειρίᾱς , ἀπειρίαwant of skillfem acc plἀπειρίᾱς , ἀπειρίαwant of skillfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безчислиѥ — БЕЗЧИСЛИ|Ѥ (5*), ˫А с. Безмерность, бесконечность; неумеренность: и нын˫а такожде за бечислиѥ и ѥдиноу силоу прѣ||кы гл҃ющиихъ съказаашесѩ. (διὰ τῆς ἀπειρίας!) КЕ XII, 149 150; ови же двѣ началѣ нероженѣ образують слова дроугъ дроугоу противьѥмь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
недовидѣниѥ — НЕДОВИДѢНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Незнание, неопытность: Ошельникъ бѣ нѣкто дѣвьственъ... смѹщаше его бѣсъ блѹдныи... не разѹмѧше ѿ недовидѣнь˫а. желань˫а вещи. (ἐξ ἀπειρίας) ПНЧ XIV, 34г; анг҃ли лица г(с)нѧ служаще и молѧще г(с)а за всѧ недовидѣни˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неизкоушениѥ — НЕИЗКОУШЕНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Неопытность: и аще по неискѹшению. iли лѣностью въвергъшагѡ ѡгнь бы(с) се. бещестнѡѥ въверженѡму да створить. (κατὰ ἀπειρίαν) МПр XIV, 193; нъ ѿ мысли си˫а. и ѿ невѣдень˫а. и ѿ неискушень˫а осужаше старца. (ἐξ...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неоумѣниѥ — НЕОУМѢНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Неумение, незнание; неопытность: мы ѹбо въ д҃не пл(а)ваемъ. сл҃нцмь правдою н(а)ставлѧеми они же нощью неѹмѣниемь носими. ПрЮр XIV, 208г; ходи и притчѣ наѹчисѧ. ˫ако да сѧ не врежаѥши писаньи. ѿ неѹмѣнь˫а. (ἐξ ἀπειρίας) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
τοκογλυφία — η, Ν 1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο τού νόμιμου 2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή… … Dictionary of Greek
υπεράγνωστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι αδύνατο να γίνει γνωστός («θεότης ὑπεράγνωστος καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξηρημένη», Μαξ.). επίρρ... ὑπεραγνώστως Μ με τρόπο που είναι αδύνατο να γίνει γνωστό κάτι, πέρα από τα όρια τής γνώσης … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek